κατιλλώπτω

κατιλλώπτω
κατιλλώπτω (Α)
1. βλέπω κάποιον λοξά με ερωτική διάθεση, κάνω νεύματα ερωτικά με τα μάτια
2. κοιτάζω χλευαστικά, ρίχνω περιφρονητικές ματιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἰλλώπτω «λοξοκοιτάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατιλλώπτω — κατά ἰλλώπτω pres subj act 1st sg κατά ἰλλώπτω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”